υπαγκαλίζω

υπαγκαλίζω
Α
σφίγγω κάποιον στην αγκαλιά μου («φίλον ἄνδρ' ὑπαγκαλίζων», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ἀγκάλη + κατάλ. -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑπαγκαλίζων — ὑπαγκαλίζω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηγκαλισμένη — ὑπαγκαλίζω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υπαγκάλισμα — τὸ, Α [ὑπαγκαλίζω] (για τέκνο, σύζυγο ή ερωμένη) το αντικείμενο τού εναγκαλισμού, αγαπητό πλάσμα («ὦ νέον ὑπαγκάλισμα μητρὶ φίλτατον», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”